επωθώ

επωθώ
ἐπωθῶ, -έω (Α) [ωθώ]
1. σπρώχνω προς τα εμπρός ή προς τα επάνω
2. καρφώνω με δύναμη («παχὺν ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῑς», Πλούτ.)
3. παθ. ἐπωθοῡμαι, -έομαι
(για αποστήματα) σχηματίζω κεφαλή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επωθίζω — ἐπωθίζω (Α) επωθώ …   Dictionary of Greek

  • συνεπωθώ — έω, Α [ἐπωθῶ] σπρώχνω κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”